- κραυγαλέος
- α, ο[ν] вопиющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κραυγαλέος — α, ο αυτός που κραυγάζει, που φωνάζει ή αποκαλύπτει, ο έντονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
λαζοφαρδάτος — λαζοφαρδᾱτος, η, ον (Μ) κραυγαλέος, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. λαζοφαρδεύω] … Dictionary of Greek